Μια από τις κατάφωρες αντιφάσεις της υπαρκτής δημοκρατίας, η ανικανότητά της να εντάξει στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας το μισό του πληθυσμού, έθεσε υπό κρίση το ισχύον αντιπροσωπευτικό δημοκρατικό σύστημα. Η μικρή συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης πολιτικών αποφάσεων απέκτησε πολιτική ορατότητα, χαρακτηρίστηκε ως «δημοκρατικό έλλειμμα» και αποτέλεσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός πολιτικού διαλόγου με στόχο την επίτευξη της ουσιαστικής ισότητας. Οι όροι «δημοκρατία» και «ισότητα» έγιναν αντικείμενο αναστοχασμού ενώ ο τρόπος εκπροσώπησης των γυναικών στα όργανα της τυπικής δημοκρατίας επανεξετάζεται. Με στόχο λοιπόν την επίτευξη της ουσιαστικής ισότητας και δημοκρατίας προτάθηκαν μέτρα ενθάρρυνσης της γυναικείας συμμετοχής στους πολιτικούς θεσμούς. Πρόκειται είτε για τις «ποσοστώσεις» (quotas) είτε για την «ισάριθμη συμμετοχή» (parity), η υιοθέτηση και εφαρμογή των οποίων ξεσήκωσαν πολεμικές τόσο γύρω από θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τον επανακαθορισμό των εννοιών της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αντιπροσωπευτικότητας, όσο και γύρω από πρακτικά ζητήματα εφαρμογής των προτεινόμενων λύσεων. Η παρούσα μελέτη αποτελεί μια προσπάθεια παρουσίασης των πτυχών του προβληματισμού και της συζήτησης που αναπτύχθηκε σχετικά με την υιοθέτηση του ενός ή του άλλου μέτρου.