Στην ανάγκη εξεύρεσης μιας νέας αποτελεσματικής πολιτικής διεύρυνσης της ΕΕ, επιστροφής στον ρεαλισμό ως προς τις μηδαμινές προοπτικές ένταξης της Τουρκίας, αλλά και τη σημασία διατήρησης ενεργών διαύλων επικοινωνίας της Ένωσης με την Άγκυρα κατέληξε η συζήτηση που διοργάνωσε την Τρίτη 26 Νοεμβρίου το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής (ΙΔΚΚ) σε συνεργασία με το European Network of Political Foundations (ENOP) με θέμα «Ευρωτουρκικές σχέσεις και διεύρυνση: Αναζητώντας νέες επιλογές».
Κατά την ομιλία του ο κ. Άγγελος Συρίγος, βουλευτής Α΄ Αθηνών, Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΙΔΚΚ, έκανε μια σύντομη αναδρομή στις ευρωτουρκικές σχέσεις για τις οποίες είπε ότι: «Από το 1999 η Ελλάδα υιοθέτησε την πολιτική εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, που αποκαλείται και πολιτική «εξημέρωσης του θηρίου». Βάσει αυτής της πολιτικής έπαψε να είναι ο δακτυλοδεικτούμενος υπεύθυνος για την καθυστέρηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Το 2005 ξεκίνησαν οι ενταξιακές συνομιλίες. Τότε κατέστη σαφές ότι οι συγκεκριμένες συνομιλίες δεν έμοιαζαν με τις προηγούμενες. Ήταν άγνωστο εάν το τέλος τους θα σήμαινε και την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Το βράδυ που η Βρετανία ψήφισε για το Brexit τελείωσε και η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Κανείς ευρωπαίος δεν σκέφτεται σοβαρά μια ΕΕ χωρίς τη Βρετανία αλλά με μέλος της την Τουρκία. Εξάλλου και η ίδια η Τουρκία είχε απομακρυνθεί από το 2010 από την ιδέα της ένταξής της στην ΕΕ. Σήμερα η Τουρκία ενδιαφέρει την ΕΕ πρωτίστως για το θέμα των προσφυγικών και μεταναστευτικών ρευμάτων.
Το δεύτερο πολιτικό πρόβλημα αφορά στην τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας η οποία έχει διάφορες παραμέτρους που μας ενδιαφέρουν άμεσα ως χώρα. Είναι ένα καθεστώς που χρειάζεται αναθεώρηση αλλά δεν είναι εύκολο να συμβεί αυτό υπό τις παρούσες συνθήκες.
Η κατοπτρική σχέση των ενεργειών Ελλάδας-Τουρκίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία χαρακτήριζε τις σχέσεις τους σε μεγάλο βαθμό, τελειώνει. Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια δεν κινείται στη λογική των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κινείται ανεξάρτητα, έχει κατοχυρώσει έναν δικό της ρόλο ως η ισχυρή, και ανεξάρτητη δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου. Ταυτόχρονα δε, βλέπει προς πολλές κατευθύνσεις, δεν βλέπει μόνο προς την Ευρώπη, αλλά προς την Ασία, τον Καύκασο, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο, προς την Μ. Ανατολή, ανάφερε ο κ. Συρίγος.
Η Άννα Διαμαντοπούλου, πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, πρώην Επίτροπος ΕΕ, και πρώην υπουργός επισήμανε ότι οι πρόσφατες αποφάσεις της ΕΕ για την διεύρυνση στα δυτικά Βαλκάνια φέρουν και πάλι στην επιφάνεια μέσα από την κάθε μορφής διεύρυνση το πρόβλημα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Οι εθνικές αυτονομήσεις στην εξωτερική πολιτική κρατών – μελών αλλά και του γαλλογερμανικού άξονα είναι το κυρίαρχο ζήτημα για τις αποφάσεις και τις πολιτικές της ΕΕ και στο θέμα της Τουρκίας. Η ευρωπαϊκή «ατονία» επιτρέπει στην Τουρκία να μετατρέπει το δικό της μεγάλο μεταναστευτικό πρόβλημα σε εργαλείο εκβιασμού της Ευρώπης αλλά και της Ελλάδας.
Σε κάθε περίπτωση, η ενταξιακή διαδικασία (και το συνεχές δίλημμα του αν πρέπει ή όχι να συνεχιστεί) δεν μπορεί πια να λειτουργήσει ως θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης ή διατήρησης των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας. Το μελλοντικό modus operandi μοιραία θα προσδιορίζεται από διμερείς συνεργασίες επί συγκεκριμένων ζητημάτων που εξυπηρετούν εξίσου τα συμφέροντα των δύο πλευρών, σε ένα πλαίσιο οικονομικών και στρατηγικών αμοιβαιοτήτων. Σε ένα πλαίσιο το οποίο, μετά την αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, χαρακτηρίζεται από νέα γεωπολιτικά δεδομένα, νέους «παίκτες» όπως η Ρωσία και η Κίνα. Ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση στην περιοχή σημαίνει κεντρική και συνεκτική ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Η πρόκληση των καιρών.
Η Ευρώπη πρέπει να έχει ένα στόχο σχετικά με την Συρία: να επιστρέψουν οι πρόσφυγες και να βοηθηθούν να ανοικοδομήσουν τη χώρα με ευρωπαϊκή και διεθνή βοήθεια. Είναι ένας εφικτός στόχος για την Ευρώπη και υπάρχουν στην ιστορία τέτοια παραδείγματα. Είναι ευγενής, σαφής και λύνει πολλά προβλήματα, και κατέληξε «Τα σύνορα, η τουρκική ακτογραμμή, πρέπει να ελέγχονται από το ΝΑΤΟ αφού η Τουρκία δεν μπορεί να τα ελέγξει. Οι φρεγάτες του ΝΑΤΟ μπορούν να τα περιφρουρούν με τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας βέβαια».
Ο κ. Γκιούντερ Ζόιφερτ (Günter Seufert), επικεφαλής ερευνών του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και Ασφάλειας, μιας από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές δεξαμενές σκέψης, επισήμανε ότι η Τουρκία απέκτησε μεν νέο πεδίο άσκησης εξωτερικής πολιτικής αλλά ποτέ στην ιστορία της δεν ήταν τόσο μακριά από την Δύση όσο σήμερα. Επίσης, στο εσωτερικό της ένα μεγάλο μέρος του τουρκικού πληθυσμού έχει πεισθεί για την νέα αποστολή και την ταυτότητα τη χώρας. Ενώ πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά όδευε προς τη Δύση, τώρα του προσφέρεται ένα εναλλακτικό όραμα, αυτό της υπερδύναμης στη Μέση Ανατολή, με μια διακριτή ταυτότητα και ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό που εκπροσωπεί η Ευρώπη.
Ο κ. Ζόιφερτ σχολίασε ότι «η Ευρώπη λειτουργεί ως εάν να μην είχε γίνει καν αυτή η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Συνεχίζουμε την προενταξιακή διαδικασία γνωρίζοντας ότι δεν θα οδηγήσει πουθενά. Και το κάνουμε αυτό με τα επιχειρήματα ότι η Τουρκία ρέπει περισσότερο προς τη Ρωσία ή προς τη Μ. Ανατολή ή ότι θα απομακρυνθεί από την Ευρώπη και για να μην υπάρξει άλλη οπισθοδρόμηση στα θεμελιώδη δικαιώματα. Βλέπουμε όμως ότι η στρατηγική αυτή δεν λειτουργεί. Σήμερα η Τουρκία δεν έχει τίποτα να κερδίσει από τη συνεργασία με την Ευρώπη αλλά και τίποτα να χάσει και, αν είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, θα δεχτούμε ότι η ΕΕ δεν είναι σε θέση να δώσει σαφή ευρωπαϊκή προοπτική στην Τουρκία, αφού δεν μπορεί να δώσει ούτε σε μικρές χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, όπως η Αλβανία και η Βόρειος Μακεδονία. Άρα έχουμε μια πολιτική η οποία βασίζεται σε λανθασμένες, ψεύτικες παραδοχές».
«Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε την πολιτική μας και να δούμε σε ποιο βαθμό η Ευρώπη μπορεί να συνεισφέρει στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Θα ήταν επομένως καλύτερα να ανοίξουμε κάποια πεδία συγκεκριμένης συνεργασίας όπως είναι η Τελωνειακή Ένωση ή η χορήγηση βίζας, την οποία δεν παρέχουμε λόγω της οπισθοδρόμησης της Τουρκίας».
Ο Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΙΔΚΚ, Καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, τόνισε ότι είναι σημαντικό πως η Ελλάδα, έχοντας ξεπεράσει την κρίση, παρεμβαίνει στα μείζονα ζητήματα που αφορούν στην πορεία της Ευρώπης με μια διεθνή συνδιοργάνωση του Ινστιτούτου και του ΕΝΟΡ. Ανέφερε ότι η συζήτηση για τη διεύρυνση γίνεται σε μια κρίσιμη συγκυρία όπου η Ένωση ετοιμάζεται να λάβει σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της, ενώ ως προς την πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων επισήμανε τη σημασία τους και σε σχέση με την εξέλιξη του μεταναστευτικού/προσφυγικού ζητήματος που ενδιαφέρει ιδιαίτερα και τη χώρα μας.
O συντονιστής της συζήτησης, Μέλος του ΔΣ του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικών Ιδρυμάτων κ. Παναγιώτης Κακολύρης, ανέφερε ότι το ΕΝΟΡ ξεκινά από την Αθήνα μια σειρά δράσεων διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης με στόχο όχι να γίνει μια θεωρητική ανάλυση των πραγμάτων, αλλά με διάθεση να προκύψουν νέες πολιτικές προσεγγίσεις για τις μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ένωση.
Το ΕΝΟΡ είναι ένα δίκτυο 51 πολιτικών ιδρυμάτων που συνδέονται με 5 ομάδες του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Είναι μια διακομματική πρωτοβουλία από 22 ευρωπαϊκές χώρες, με στόχο να ενισχυθεί ο πολιτικός διάλογος και η έρευνα για την προώθηση της δημοκρατίας και την ευαισθητοποίηση των πολιτών σε κρίσιμα ευρωπαϊκά ζητήματα.
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους, μεταξύ άλλων, οι πρώην υπουργοί κύριοι Τίμος Χριστοδούλου, Ιωάννης Βαληνάκης και Γιώργος Φλωρίδης, οι Βουλευτές της ΝΔ κύριοι Σάβας Αναστασιάδης και Ζήσης Τζηκαλάγιας, ακαδημαϊκοί και εκπρόσωποι του διπλωματικού σώματος.