Τι πρέπει να διδαχθούμε από το Ηνωμένο Βασίλειο, του Σπύρου Βλαχόπουλου (Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ και Μέλος Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής).

01.10.2019 9:00

Στο Ηνωμένο Βασίλειο ένας νόμιμος, αλλά μη εκλεγμένος από τον λαό πρωθυπουργός, σε συνεργασία με τη μη εκλεγμένη βασίλισσα, αναστέλλει για πέντε εβδομάδες τη λειτουργία του κοινοβουλίου. Βέβαια, η αναστολή λειτουργίας της βουλής για μικρό χρονικό διάστημα είναι κάτι που προβλέπεται στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα. Στην Ελλάδα λ.χ. το άρθρο 40 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι ο «Πρόεδρος της Δημοκρατίας μια φορά μόνο μπορεί να αναστείλει τις εργασίες της βουλευτικής συνόδου, είτε αναβάλλοντας την έναρξη είτε διακόπτοντας την εξακολούθησή της» και ότι η «αναστολή των εργασιών δεν επιτρέπεται να διαρκέσει περισσότερο από τριάντα ημέρες ούτε να επαναληφθεί κατά την ίδια βουλευτική σύνοδο χωρίς τη συγκατάθεση της Βουλής».  Ωστόσο, χρήση της εν λόγω δυνατότητας θα πρέπει να γίνεται σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις και ασφαλώς όχι για να αναιρεθεί η συμμετοχή της λαϊκής αντιπροσωπείας στη λήψη των κρίσιμων εθνικών αποφάσεων. Αυτό όμως συνέβη στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου η πρωτοβουλία του Μπόρις Τζόνσον φαίνεται να είχε έναν σκοπό: Να είναι παντελώς ελεύθερος να χειριστεί το ζήτημα του Brexit, χωρίς το «ενοχλητικό εμπόδιο» της λαϊκής αντιπροσωπείας. Και όλα αυτά συμβαίνουν στην πατρίδα του κοινοβουλευτισμού!

Μπορούν να συναχθούν γενικότερα συμπεράσματα για τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος; Νομίζω ναι. Έχει τονιστεί εδώ και πολύ καιρό από ένα μεγάλο τμήμα της συνταγματικής θεωρίας ότι η μετατροπή του κοινοβουλευτισμού σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα αποτελεί μια εξόχως προβληματική εξέλιξη. Μια παντοδύναμη εκτελεστική εξουσία χωρίς «θεσμικά αντίβαρα» συνιστά στρέβλωση του κοινοβουλευτικού συστήματος.

Ποια μπορεί όμως να είναι αυτά τα θεσμικά αντίβαρα; Πάνω απ’ όλα η βουλή, με αναβάθμιση του ρόλου της και σεβασμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Μια λαϊκή αντιπροσωπεία που θα μπορεί να αποφασίζει για όλα τα σημαντικά ζητήματα με άνεση χρόνου και χωρίς αιφνιδιασμούς εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας. Περαιτέρω, ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας που θα μπορεί να ασκεί τις συνταγματικές του αρμοδιότητες και να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος και όχι ενός «πολιτικού συμβολαιογράφου». Και, τέλος, μια δικαστική εξουσία που θα ελέγχει όχι μόνο τον σεβασμό των συνταγματικών ελευθεριών των πολιτών, αλλά –τουλάχιστον σε εξόφθαλμες περιπτώσεις- και την τήρηση των «διαδικαστικών» συνταγματικών ρυθμίσεων που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία του πολιτεύματος. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η ουσιαστική νομιμοποίηση των νόμων και γενικότερα όλων των πολιτειακών πράξεων πηγάζει από την πιστή τήρηση των διαδικασιών που προδιαγράφει το Σύνταγμα.

Εάν αρνηθούμε την αναγκαιότητα των ανωτέρω θεσμικών αντιβάρων επισείοντας τον φόβο του «κράτους των δικαστών», των «υπερεξουσιών» του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.λπ., δεν θα δικαιούμαστε να διαμαρτυρόμαστε για τις συνταγματικές παραβιάσεις. Γιατί εμείς οι ίδιοι θα έχουμε δημιουργήσει τις συνθήκες για τις παραβιάσεις αυτές.

 

(το άρθρο έχει δημοσιευθεί στην Καθημερινή στις 10/9/2019)

Αναζήτηση

Συγνώμη, δεν βρέθηκαν αποτελέσματα.