Φιλελεύθερη οικονομική πολιτική στη σημερινή ΟΝΕ

14.01.2020 11:08

Φιλελεύθερη οικονομική πολιτική

στη σημερινή ΟΝΕ

Ιανουάριος 2020

Μιχάλης Αργυρού, Θοδωρής Πελαγίδης, Γιάννης Τσουκαλάς

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

Ο κ. Μιχάλης Γ. Αργυρού είναι Πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων,

Καθηγητής Οικονομικών, Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής

Ο κ. Θοδωρής Πελαγίδης είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, NR Senior Fellow, Brookings Institution, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής

Ο κ. Γιάννης Τσουκαλάς είναι Καθηγητής Οικονομικών και Πρόεδρος Τμήματος Οικονομικών, Adam Smith Business School, Πανεπιστήμιο Γλασκώβης

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ

Το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, εγκαινιάζει, με αυτά τα κείμενα, τη νέα του ενότητα με τίτλο “Το Ινστιτούτο Αναλύει”. Σε τακτά χρονικά διαστήματα διακεκριμένοι επιστήμονες, αναλυτές και ερευνητές σχολιάζουν θέματα αιχμής που απασχολούν την εγχώρια, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή κοινότητα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι επιστημονική μη κερδοσκοπική εταιρεία. Ιδρύθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1998.  Αποστολή του είναι η μελέτη πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων και η διατύπωση προτάσεων πολιτικής με γνώμονα την ενδυνάμωση της δημοκρατίας και την ισόρροπη ανάπτυξη κράτους, αγορών και κοινωνίας, τη χρηστή διακυβέρνηση και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το έργο του Ινστιτούτου Δημοκρατίας περιλαμβάνει ερευνητικά προγράμματα, εκδόσεις, εκδηλώσεις, εκπαίδευση και επιμόρφωση για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων: κράτος και κοινωνία, οικονομία και ανάπτυξη, εκπαίδευση, επιστήμη και πολιτισμός, διεθνής πολιτική και ασφάλεια, πολιτική και ιδεολογία.

 

Το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο οικονομικό υπόδειγμα

Αποτίμηση και προοπτικές

 

Του Μιχάλη Γ. Αργυρού

 

Έχοντας μπει στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μπορούμε να αποτιμήσουμε την οικονομική πολιτική που εφαρμόσθηκε στην ευρωζώνη (ΕΖ) τη δεκαετία που πέρασε και να περιγράψουμε τις διαγραφόμενες προκλήσεις/προοπτικές για τα επόμενα χρόνια.

Η δεκαετία του 2010 ξεκίνησε στη σκιά της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (2007-2009), η οποία μετεξελίχθηκε στην υπαρξιακή Ευρωπαϊκή κρίση δημοσίου χρέους. Ως απάντηση, εφαρμόσθηκε στην ΕΖ οικονομική πολιτική με τρία βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτο, εξαιρετικά επεκτατική νομισματική πολιτική. Δεύτερο, περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Και τρίτο, εφαρμογή διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Έστω και με αστοχίες (μερικές από τις οποίες ήταν μεγάλες), η πολιτική αυτή συνολικά πέτυχε τους στόχους της. Αρχής γενομένης από το 2012, η ΕΖ κατέγραψε επιταχυνόμενους ρυθμούς ανάπτυξης, η ανεργία αποκλιμακώθηκε, η ανταγωνιστικότητα ανέκαμψε, το δημόσιο (αλλά και ιδιωτικό) χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε, όπως επίσης και οι δείκτες εισοδηματικής/κοινωνικής ανισότητας.

Οι θετικές αυτές εξελίξεις επιβεβαιώνουν την βασική ορθότητα του ευρωπαϊκού φιλελεύθερου υποδείγματος. Η σύγκριση με την δεκαετία του 1970 είναι χαρακτηριστική. Τότε, οι δυτικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τον στασιμοπληθωρισμό που προκάλεσε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση εφαρμόζοντας το παραδοσιακό Κεϋνσιανό υπόδειγμα διαχείρισης ζήτησης με απογοητευτικά αποτελέσματα. Το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο υπόδειγμα, που συνδυάζει πολιτικές διαχείρισης του οικονομικού κύκλου (στην περίπτωση της περασμένης δεκαετίας μέσω νομισματικής πολιτικής) με μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην βελτίωση της πλευράς προσφοράς (οι οποίες στην ΕΖ ήταν απαραίτητες, κυρίες στις χώρες του Νότου), αποδείχθηκε (για μια ακόμη φορά) σημαντικά αποτελεσματικότερο. Αυτό αναγνωρίζεται από τους Ευρωπαίους πολίτες, οι οποίοι εκλέγουν κυβερνήσεις των οποίων η μεγάλη πλειοψηφία υιοθετεί τις αρχές του ευρωπαϊκού φιλελεύθερου υποδείγματος.

Εντούτοις, αν και σε αποδρομή, η κληρονομιά της κρίσης είναι ακόμα μαζί μας. Αυτή εκφράζεται με τη μορφή υψηλού ακόμα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, υψηλό, σε ορισμένες χώρες, ποσοστό ανεργίας και τις ανισότητες που αυτό συντηρεί, και επίμονα χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού/επιτοκίων, που μειώνουν σημαντικά τους βαθμούς ελευθερίας της νομισματικής πολιτικής. Επίσης, τα τελευταία δύο χρόνια, εξελίξεις εκτός ΕΖ (εμπορική ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, Brexit, και διεθνείς γεωπολιτικές εντάσεις) έχουν αυξήσει το επίπεδο διεθνούς οικονομικής αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάκαμψης.

Σε πολιτικό επίπεδο, η οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την μεταναστευτική κρίση που εκδηλώθηκε την ίδια περίπου περίοδο, αύξησε την επιρροή λαϊκίστικών, ευρωσκεπτικιστικών, ακόμα και εξτρεμιστικών κομμάτων. Αν και τα κόμματα αυτά είναι σήμερα αποδυναμωμένα σε σχέση με την κορύφωση της κρίσης, είναι ακόμα νωρίς για να μιλάμε για αποχώρηση τους από το πολιτικό σκηνικό.

Τέλος, το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο υπόδειγμα πρέπει να απαντήσει σε τρεις μεγάλες προκλήσεις. Πρώτο, το κενό που χωρίζει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ και άλλες μεγάλες οικονομίες στους τομείς της καινοτομίας και παραγωγικότητας, ιδιαίτερα υπό το βάρος της δυσμενούς δημογραφικής δυναμικής. Δεύτερο, και σε άμεση συνάφεια με το πρώτο, την προσαρμογή του ευρωπαϊκού οικονομικού μοντέλου στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή και την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ανάπτυξη δυναμικής «ο νικητής τα παίρνει όλα». Και τρίτο, το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο υπόδειγμα οφείλει να απαντήσει στην κορυφαία ίσως πρόκληση των καιρών μας, την μετάβαση σε ένα οικονομικό μοντέλο το οποίο θα αντιμετωπίσει με επιτυχία την κλιματική αλλαγή και τις οικονομικές/κοινωνικές της συνέπειες.

H ιστορική εμπειρία δείχνει ότι το φιλελεύθερο οικονομικό υπόδειγμα θα ολοκληρώσει με επιτυχία την ανάκαμψη από την κρίση της περασμένης δεκαετίας. Με δεδομένες τις σημερινές συνθήκες στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, και ειδικά σε περίπτωση βραχυπρόθεσμης υποτροπής εξαιτίας πραγματοποίησης εξωτερικών κινδύνων, θα είναι χρήσιμο το υπάρχον μείγμα πολιτικής, διατηρώντας την έμφαση στις απαραίτητες διαθρωτικές αλλαγές, να δώσει μεγαλύτερο βάρος στο δημοσιονομικό σκέλος, με τη μορφή στοχευμένων παρεμβάσεων σε δράσεις που σχετίζονται με τις περιοχές αιχμής, δηλαδή την έρευνα και τεχνολογία, την ψηφιοποίηση και την κλιματική αλλαγή.

΄Εντούτοις, αν και πολύ χρήσιμη για την διαχείριση του οικονομικού κύκλου, μια προσαρμογή του μείγματος πολιτικής, δεν είναι αρκετή για να απαντήσει στις μεγάλες προκλήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω. Κοινό χαρακτηριστικό των προκλήσεων αυτών είναι ο παγκόσμιος τους χαρακτήρας – επεκτείνονται πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης και θα εξελιχθούν σε έναν περιβάλλον με πολλούς και σημαντικούς εξωτερικούς παίκτες, οι οποίοι θα λειτουργούν ταυτόχρονα και ως ανταγωνιστές και ως εταίροι των Ευρωπαϊκών κρατών.  Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων των ευρωπαϊκών κρατών είναι «η ισχύς εν τη ενώσει». Στο πλαίσιο αυτό, προτεραιότητα των φιλελεύθερων ευρωπαϊκών κόμματων πρέπει να είναι η εμβάθυνση της ΕΖ.  Σε πρακτικούς όρους, και για το προβλεπτό μέλλον, η εμβάθυνση αυτή προϋποθέτει ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και της ενιαίας αγοράς, ένωση χρηματοπιστωτικών αγορών, εισαγωγή ασφαλούς ευρωπαϊκού χαρτοφυλακίου και μεγαλύτερο βαθμό δημοσιονομικής ολοκλήρωσης.

 

Τι είναι Φιλελεύθερη πολιτική στην οικονομία

Του Θοδωρή Πελαγίδη

Πρέπει να διευκρινιστεί αρχικώς ότι στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης πολιτικής, η κυβέρνηση δεν πρέπει να θεωρείται, ή να εκλαμβάνεται από τους πολίτες, ως «Άγιος Βασίλης». Η κυβέρνηση έχει πρώτιστο καθήκον την αποδοτική διαχείριση των κρατικών υποθέσεων, εσωτερικών και εξωτερικών. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει γενικώς να βρίσκεται πάντα στο καλύτερο μέσο σημείο ανάμεσα στη λογική της αποδοτικότητας και την κοινωνική δικαιοσύνη (με την έννοια των exante ευκαιριών ιδίως στους νέους και τις νέες). Κάθε φιλελεύθερη κυβέρνηση επίσης δεν πρέπει να κλείνει τα μάτια της όταν στην κοινωνία διαμορφώνονται συνθήκες μεγάλης, κραυγαλέας ανισότητας ή όταν εμφανώς μεγάλα κοινωνικά στρώματα αποκλείονται στην ουσία από τις ευκαιρίες που δίνουν στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ζήσουν και να δημιουργήσουν την προσωπική τους ιστορία στη ζωή.

Για την Ελληνική περίπτωση με τα γνωστά ιδιαίτερα προβλήματα, μια κανονική φιλελεύθερη πολιτική όπως αυτή είναι παραδεκτή διεθνώς και όπως προκύπτει από τα συναφή και σχετικά ακαδημαϊκά συγγράμματα, πρέπει να δίνει έμφαση στα ακόλουθα ζητήματα (παραδείγματα) με τις εξής κατευθύνσεις:

Η Ελλάδα έχει περίπου σχεδόν 3 εκατ. συνταξιούχους. Άνω του μισού εκατ. είναι κάτω των 65 ετών. Πρέπει να δοθεί σε όλους η δυνατότητα εργασίας χωρίς καμία περικοπή της σύνταξης.

Αποκέντρωση του κράτους στα κρίσιμα ζητήματα της εκπαίδευσης σημαίνει να δοθούν με εισοδηματικά κριτήρια κουπόνια στους γονείς που το επιθυμούν που να καλύπτουν μέρος των διδάκτρων των ιδιωτικών σχολείων. Για παράδειγμα 1500-3500. Το ίδιο μπορεί να γίνει και στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, κυρίως κολλέγια κτλ. Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται με επιτυχία στην Κύπρο. Μόνο τα αξιολογημένα κολλέγια μπορούν να λάβουν τέτοια κουπόνια.

Ζητήματα απασχόλησης, μισθοδοσίας, επιλογής βιβλίων κτλ. στα σχολεία πρέπει να περάσουν στις περιφέρειες και στην ίδια τη σχολική μονάδα. Το Υπουργείο πρέπει να γράφει τα προγράμματα και να δίνει τις γενικότερες στρατηγικές κατευθύνσεις. Αξιολόγηση παντού.

Αυτονομία και αποκέντρωση στα Πανεπιστήμια: Το Υπουργείο επιδοτεί μόνο τον αριθμό των φοιτητών που εμπίπτουν στο διεθνές πρωτόκολλο της σχέσης Καθηγητή/φοιτητών. Το Πανεπιστήμιο πληρώνει τους μισθούς και επιπλέον οργανώνει ό,τι επιπλέον το καθένα επιθυμεί (μετ/κα, δια βίου προγράμματα, εξ αποστάσεως κτλ. , όλα αυτοχρηματοδοτούμενα). Καταργούνται τα ΦΕΚ, το κάθε Πανεπιστήμιο τακτοποιεί τα του οίκου του και αξιολογείται. Τα αποτελέσματα γνωστά σε όλους. Για να γίνει αυτό πρέπει τα ιδρύματα να ‘αποκτήσουν’ νομική μορφή διεθνούς οργανισμού ώστε να λειτουργούν περίπου ως μη  κερδοσκοπικά ιδρύματα.

Νοσοκομεία ΑΕ με κλειστούς  προϋπολογισμούς και μία μετοχή του κράτους. Πρότυπα λειτουργίας εξωτερικού. Διοίκηση ανεξάρτητη με κριτήρια διαφανή, αξιοκρατικά, διεθνής διαγωνισμός.

 

Κίνητρα για αποταμιευτικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς

Φορολογικό σύστημα γραμμικό, το πολύ δύο συντελεστές. Μείωση του αφορολογήτου εκεί που είναι π.χ. σε άλλες όμοιου επιπέδου χώρες όπως η Πορτογαλία, στις 4.000 ή έστω 5.000. Το πλεόνασμα που θα δημιουργηθεί θα ανακατανεμηθεί στην αποφασιστική ενίσχυση οικογενειών με 2 παιδιά τουλάχιστον, ηλικιωμένων άνω των 70 (όλα τα φάρμακα δωρεάν-medicare), κ.α. Δεν μπορεί να συνεχιστεί η κραυγαλέα αδικία, το 60% των φορολογουμένων να πληρώνει 6 των φόρων και το 2.9% να πληρώνει το 43%.

ΕΝΦΙΑ: φορολογία στο κάθε ακίνητο ξεχωριστά αναλόγως της περιοχής (τέλη στον Δήμο που ανήκει) κι όχι φορολογία στον ιδιοκτήτη.

ΕΦΚΑ: Κατάργηση της εισφοράς γι’ αυτούς που έχουν ήδη πληρώσει στην βασική εργασία τους. Επαναφορά στο θέμα αυτό στο προηγούμενο καθεστώς. Εκτός κι αν υπάρχει πρόβλεψη για ανταποδοτικότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας.

Ιδιώτες που παίρνουν άδεια για ίδρυση φαρμακείου, τηρώντας την υποχρέωση απασχόλησης φαρμακοποιού φυσικά. Οποιαδήποτε άλλα ζητήματα περιορισμών (αριθμός φαρμακείων ανά περιοχή και άδειες, κτλ.) καταργούνται.

Ένας ακραιφνής φιλελεύθερος οπωσδήποτε ασπάζεται τα παραπάνω. Ο υπογράφων ως μετριοπαθής φιλελεύθερος υιοθετεί κάποια από τα ανωτέρω αναγνωρίζοντας όμως και τη σημερινή πραγματικότητα. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η αφετηρία μιας καθαρής φιλελεύθερης θέσης δεν απέχει πολύ από όλα τα –ενδεικτικά- ανωτέρω.

 

Λαϊκισμός και φιλελεύθερη οικονομική πολιτική

Του Γιάννη Τσουκαλά

Η άνθηση νέων λαϊκίστικων  σχηματισμών που έχουν απήχηση σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του εκλογικού κοινού στο Ευρωπαϊκό τοπίο είναι αποτέλεσμα κυρίως της διεύρυνσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων μετά την κρίση και την έλλειψη αποτελεσματικών πολιτικών να τις αντιστρέψει. Οι Πολίτες αισθάνονται ότι το δυτικό οικονομικό μοντέλο όπως εφαρμόζεται δημιουργεί λίγους νικητές σε βάρος των πολλών. Τα λαϊκίστικά κόμματα πιέζουν συνεχώς την ατζέντα παραδοσιακών κομμάτων με τελευταίο μοχλό τις προσφυγικές ροές.

Βρισκόμαστε σε μια μεγάλη πρόκληση με  χειρότερες κοινωνικές συνθήκες σε σχέση με το παρελθόν και ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον. Η Ευρωπαϊκή οικονομία είναι ευαίσθητη και η ανάπτυξη αναιμική. Οι δυνατότητες για κοινωνική πολιτική περιορισμένες αλλά και ξεπερασμένες.  Απαιτείται επανασχεδιασμός της στρατηγικής των φιλελευθέρων δυνάμεων για να ανακόψει την διείσδυση λαϊκιστών. Οφείλει να σχεδιάσει και να εφαρμόσει ένα νέο οικονομικό μοντέλο που έχει κεντρικό πυρήνα την ανάπτυξη για όλους τους πολίτες . Η πρόκληση βρίσκεται στο να σχεδιασθούν πολιτικές που εμβαθύνουν το συγκριτικό πλεονέκτημα των αγορών. Την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με ταυτόχρονη στόχευση σε ποιοτικά χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν τους πολίτες, όπως ενδεικτικά: ποιότητα εργασιακού περιβάλλοντος, έμφαση στο  work-life balance,  επένδυση και εκπαίδευση σε νέες τεχνολογίες ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα και οι μισθοί, επανακαταρτισμός ανέργων σε νέες δεξιότητες, δημόσιες υπηρεσίες με κέντρο τον πολίτη, και πρόσβαση σε affordable housing.

Ο επανασχεδιασμός απαιτεί ολιστική προσέγγιση που θα παίρνει υπόψη και τις γεωγραφικές ανισότητες στην Ευρώπη. Θα πρέπει να γίνει σε επίπεδο Ευρωπαϊκών κομμάτων αλλά και θεσμών ώστε να δοθεί και το μήνυμα ότι η Ευρώπη μπορεί να αλλάξει και να ολοκληρωθεί προς όφελος των πολλών. Ο λαϊκισμός απειλεί την Ευρώπη, αλλά μπορεί να ανακοπεί μέσα από ευρύτερες συγκλίσεις και συνεργασίες με την δημιουργία μιας νέας ευρωπαϊκής οικονομικής ατζέντας. Οι ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δυνάμεις έχουν μοναδική ευκαιρία να σχεδιάζουν την νέα ατζέντα και να γίνουν πρωτοπόρες στην δημιουργία των συνθηκών για την πρόοδο του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

 

Κατεβάστε το άρθρο

Αναζήτηση

Συγνώμη, δεν βρέθηκαν αποτελέσματα.