Δυο χρόνια διακυβέρνησης ΝΔ, με απίστευτο ρεκόρ υπεροχής για τα ελληνικά δεδομένα του Πάνου Σταθόπουλου, Διευθυντή Επιστημονικού Συμβουλίου Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής
07.07.2021
16:39
Φτάνοντας στη συμπλήρωση δύο χρόνων από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν μια πρωτόγνωρη εικόνα. Το κυβερνών κόμμα και ιδίως ο πρωθυπουργός βρίσκονται σε πολύ υψηλότερο σημείο αποδοχής και υποστήριξης απ’ ότι βρίσκονταν στην προεκλογική περίοδο, ενώ το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο αρχηγός του κινούνται σαφώς χαμηλότερα από τις προεκλογικές αποτυπώσεις. Μπορεί να συμβεί στους πρώτους μήνες μίας νέας διακυβέρνησης, αλλά σπάνια εμφανίζεται κάτι αντίστοιχο δύο χρόνια μετά τις εκλογές, αφού, ο γενικός κανόνας παντού στον κόσμο είναι, οι κυβερνήσεις να υφίστανται φθορά και τα αντιπολιτευόμενα κόμματα να την εισπράττουν. Τουλάχιστον στα δικομματικού τύπου πολιτικά συστήματα, το σύνηθες είναι να εισπράττει η αξιωματική αντιπολίτευση το κύριο μέρος από την κλιμακούμενη απομείωση της κυβέρνησης, με ζητούμενο βεβαίως την υπέρβαση ή όχι του σημείου ισορροπίας που μπορεί να οδηγήσει και σε εναλλαγή της εξουσίας στις επόμενες εκλογές.
Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα όπως το έχουμε γνωρίσει από το 1974 ο κανόνας αυτός ήταν απόλυτος, χωρίς καμία εξαίρεση. Ακόμα και στα πρώτα χρόνια, παρότι δημοσιεύονταν σπάνια και περιστασιακά δημοσκοπήσεις, είναι χαρακτηριστική η απομείωση της ΝΔ από το δυσθεώρητο 54% του 1974 στο 36% του 1981, αλλά και η απομείωση του ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια από το 48% με προβάδισμα 12 μονάδων στην ήττα με 8 μονάδες διαφορά το 1990. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η ανατροπή αυτή εις βάρος του ΠΑΣΟΚ είχε πλήρως καταγραφεί στις πρώτες ουσιαστικά δημοσκοπήσεις που αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στη χώρα μας με κάποια συχνότητα από το 1987. Έκτοτε, οι δημοσκοπήσεις υπάρχουν στη πολιτική μας ζωή με διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα και μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε με λεπτομέρειες το διαρκές άνοιγμα-κλείσιμο της βεντάλιας υπέρ και κατά των δύο κυρίαρχων κομμάτων του τελευταίου ισχυρού ελληνικού δικομματισμού που κράτησε μέχρι το 2009.
Μας επιτρέπουν όμως να γνωρίζουμε και τη συνέχεια, όπου, παρά τον διπλό εκλογικό σεισμό του 2012 και την πλήρη απορρύθμιση του κομματικού συστήματος, η μοίρα της φθοράς δεν εγκατέλειψε ούτε την βραχύβια κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, ούτε την «πανίσχυρη» κυβέρνηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όπως προς στιγμήν φάνηκε το 2015. Από τον Ιανουάριο του 2016, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη πήρε κεφάλι στις δημοσκοπήσεις, αλλά το εντυπωσιακό και εξαιρετικά διαφορετικό είναι ότι, όχι μόνο εξακολουθεί να διαθέτει το προβάδισμα πεντέμισι χρόνια μετά, αλλά να το κάνει σταθερά με αυξημένη εμβέλεια επιρροής σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα πριν από δύο χρόνια, διπλασιάζοντας μάλιστα ως μέση τάση την διαφορά πρόθεσης ψήφου από την αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτό τουλάχιστον πιστοποιούν οι περίπου 120 δημοσκοπήσεις που έκτοτε έχουν δημοσιευθεί, με ακόμα πιο εντυπωσιακές τις αποτυπώσεις που προκύπτουν στην επιλογή του καταλληλότερου πρωθυπουργού, όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αυξήσει την εμβέλεια επιλογής σε σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα από διαφορά 6 μονάδων κατά μέσο όρο στην προεκλογική περίοδο του 2019 σε 26 μονάδες μέσης μετεκλογικής καταγραφής.
Είναι σαφές ότι οι αποτυπώσεις αυτές ανατρέπουν τους παραδοσιακούς όρους που είχαμε συνηθίσει. Το γραμμικό σχήμα «κυβερνητική φθορά-ελπίδα για την αντιπολίτευση» δεν λειτουργεί, απ’ ότι φαίνεται για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος και προφανέστερος είναι ότι οι πολίτες έτσι ή αλλιώς αξιολογούν και συγκρίνουν πεπραγμένα. Μία σύγκριση δηλαδή που είναι μάλλον αμείλικτη εις βάρος της προηγούμενης κυβέρνησης, παρότι δεν θα έλεγε κανείς ότι η νέα διακυβέρνηση είναι αμόλυντη από λάθη και αστοχίες. Ο δεύτερος και πιο ουσιώδης λόγος είναι η προοπτική, όπως προσλαμβάνεται από τον πολιτικό λόγο και την τρέχουσα φυσιογνωμία των κομμάτων. Μετά από μία κρίση 13 χρόνων με μνημόνια και παγκόσμια πανδημία, η ίδια η κοινωνία, αφυπνισμένη, θέλει πρώτα και πάνω απ’ όλα να αλλάξει επιτέλους σελίδα η χώρα. Όσο η σημερινή κυβέρνηση πείθει ότι προσπαθεί στην κατεύθυνση αυτή και ταυτόχρονα η αντιπολίτευση πολιτεύεται με τους παλιούς όρους, περίπου σαν να υπόσχεται την επιστροφή στο χθες, μοιάζει βέβαιο ότι οι συσχετισμοί δεν θα αλλάζουν.