Το Brexit και η ανάγκη επιστροφής στη βασική συνθήκη του κοινοβουλευτισμού, της Βασιλικής Χρήστου (διδάκτωρ συνταγματικού δικαίου).

01.10.2019 9:00

Πριν από μερικές μέρες το Βρετανικό Κοινοβούλιο ψήφισε νόμο που υποχρεώνει την Κυβέρνηση να ζητήσει παράταση για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν εγκαίρως δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία αποχώρησης. Αυτός ο νόμος έρχεται σε αντίθεση με την εκπεφρασμένη βούληση της Κυβέρνησης να προχωρήσει σε έξοδο ακόμη και χωρίς συμφωνία. Είναι δυνατόν σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα η Βουλή να διατάζει την Κυβέρνηση να ενεργήσει αντίθετα προς τη βούλησή της; Μήπως πρόκειται εν τέλει για ενδυνάμωση του Κοινοβουλίου και του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος;

Η απάντηση δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, παρά να είναι αρνητική. Κοινοβουλευτική αρχή σημαίνει ανάδειξη μιας Κυβέρνησης, η οποία έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αν η Κυβέρνηση δεν έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, η βασική συνθήκη του κοινοβουλευτισμού επιτάσσει η Κυβέρνηση αυτή να μην κυβερνά, και όχι να συνεχίζει να κυβερνά ως εντολοδόχος της Βουλής, ακόμη και διαφωνώντας με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε όλους τους τόνους. Η Κυβέρνηση ενεργεί ως εντολοδόχος μόνο στο σύστημα της κυβερνώσας Βουλής. Όμως η κυβερνώσα Βουλή, αν και η ίδια εκλέγει την Κυβέρνηση, δεν εκφράζει εμπιστοσύνη προς αυτήν με την έννοια της κοινοβουλευτικής αρχής. Γι’ αυτό της δίνει εντολές και την ανακαλεί οποτεδήποτε.

Στην περίπτωση της Βρετανίας, ενώ το Κοινοβούλιο δεν στηρίζει τις επιλογές της Κυβέρνησης σε ένα τόσο θεμελιακό ζήτημα, καταψήφισε το αίτημα του Μπόρις Τζόνσον για τη διενέργεια εκλογών, μια που ο Fixed-Term Parliaments Act του 2011, που αποσκοπεί σε σταθερές κοινοβουλευτικές περιόδους, κατήργησε την προνομία του πρωθυπουργού για πρόωρη διάλυση της Βουλής και απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 των βουλευτών. Ταυτόχρονα η αντιπολίτευση δεν κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας.

Ωστόσο, παρά τον Fixed-Term Parliaments Act, η βασική συνθήκη του κοινοβουλευτισμού δεν έχει αναθεωρηθεί. Παραμένει η δυνατότητα υποβολής πρότασης δυσπιστίας, η οποία κρίνεται από τη Βουλή με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αν υπερψηφιστεί η πρόταση δυσπιστίας, η Βουλή διαλύεται, εάν σε 14 ημέρες έχει αποτύχει να αναδείξει νέα Κυβέρνηση, που να έχει την εμπιστοσύνη της. Εφόσον λοιπόν υπάρχει μια συμπαγής πλειοψηφία στη Βουλή για το μείζον ζήτημα του Brexit, μπορεί η παρούσα Βουλή, με τη λήξη της αναστολής εργασιών της, να αναδείξει μια κοινοβουλευτικά υπεύθυνη Κυβέρνηση.

Στην πραγματικότητα και η θεσμική ακροβασία του δημοψηφίσματος και τώρα, η παροχή εντολών σε μια εναντιούμενη Κυβέρνηση είναι πρακτικές που μεταθέτουν την πολιτική ευθύνη, αφενός στον λαό, που όμως δεν είναι υπόλογος σε κανέναν, αφετέρου σε μια Κυβέρνηση απαξιωμένη πολιτικά, εφόσον δεν εκφράζει τη βούληση της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου. Πρόκειται για πρακτικές ξένες προς την κλασική λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, που αποδυναμώνουν την απόδοση πολιτικής ευθύνης και άρα πλήττουν τη δημοκρατική αρχή.

Αναζήτηση

Συγνώμη, δεν βρέθηκαν αποτελέσματα.